ἔτεια

ἔτεια
ἔτειος
yearly
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐτείας — ἐτείᾱς , ἔτειος yearly fem acc pl ἐτείᾱς , ἔτειος yearly fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτειος — ἔτειος, εία, ον και ος, ον (Α) 1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός») 2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.) 3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”